ΟΙ ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΟΥ Τ.Α.Δ.Κ.Υ.

Α. Προϋποθέσεις απονομής παροχών.

Για την απονομή ισόβιου βοηθήματος και εφάπαξ θα πρέπει να συμπληρώνονται οι παρακάτω ασφαλιστικές προϋποθέσεις:

  1. Για τον εξερχόμενο από την υπηρεσία λόγω παραίτησης, η συμπλήρωσης δεκαεννέα (19) πλήρων ετών ασφάλισης.
  2. Για το εξερχόμενο από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, η συμπλήρωση δεκατεσσάρων (14) ετών ασφάλισης.
  3. Για το εξερχόμενο από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας η συμπλήρωση πέντε (5) ετών ασφάλισης.
  4. Εάν ο ασφαλισμένος αποβιώσει στην υπηρεσία τα δικαιούχα πρόσωπα δικαιούνται τα βοηθήματά του εφόσον συμπλήρωσε πέντε (5) έτη ασφάλισης.
  5. Για το εξερχόμενο από την υπηρεσία λόγω καταργήσεως της θέσεως του η συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
  6. Εάν ο ασφαλισμένος απολυθεί από την υπηρεσία λόγω της αποχής του από τα καθήκοντα η συμπλήρωση είκοσι ενός (21) ετών ασφάλισης.
  7. Προκειμένου περί γυναικών υπαλλήλων που είναι έγγαμες ή εν χηρεία ή διαζευγμένες με ανήλικα τέκνα η συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
  8. Προκειμένου περί δημάρχων η συμπλήρωση επτά (7) ετών ασφάλισης.
  9. Προκειμένου περί μη αιρετών Νομαρχών απαραίτητη προϋπόθεση είναι να δικαιωθούν κυρίας σύνταξης Νομάρχου για να δικαιωθούν και τα βοηθήματα του Ταμείου μας.
  10. Προκειμένου περί αιρετών Νομαρχών και προέδρων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις περί Δημάρχων για τους οποίους από 1-1-1998 απαιτείται η συμπλήρωση οκτώ (8) ετών ασφάλισης.

Για την συμπλήρωση των ανωτέρω αναφερόμενων ετών ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη:

α. Ο χρόνος υποχρεωτικής ασφάλισης στο Ταμείο.

β. Ο χρόνος εξαγοραστέας υπηρεσίας.

γ. Ο τυχόν χρόνος που πραγματοποιήθηκε σε άλλους επικουρικούς οργανισμούς και σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, δηλαδή μόνο μεταξύ ομοειδών οργανισμών. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται και η συμπλήρωση 1500 ημερών ή πέντε (5) ετών στην ασφάλιση του Ταμείου από τις οποίες πεντακόσιες (500) ημέρες ή είκοσι (20) μήνες κατά την τελευταία πενταετία πριν από την διακοπή της απασχόλησης.

Πέραν των χρονικών προϋποθέσεων απαιτείται και η συμπλήρωση κατά περίπτωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα ασφάλισης, όπως ορίζεται από τις γενικές διατάξεις της κοινωνικής ασφάλισης (Ν. 1902/90, 1976/1991, 2084/1992).

Σε περίπτωση αναστολής καταβολής του μηνιαίου βοηθήματος μέχρι την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, το εφάπαξ βοήθημα καταβάλλεται κατά την έξοδο από την υπηρεσία.

Οι ανωτέρω προϋποθέσεις ως προς τον χρόνο ασφάλισης είναι οι προβλεπόμενες από τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου και ισχύουν μέχρι 31-12-1997.

Από 1-1-1998 προσαρμόζονται στις διατάξεις του κύριου ασφαλιστικού φορέα όπως προβλέπει το άρθρο 53 του Ν. 2084/1992.

Δεν επηρεάζονται οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι μέχρι την 31-12-1997 είχαν θεμελιώσει δικαίωμα παροχών από το Ταμείο, σύμφωνα με τις καταργηθείσες διατάξεις, ανεξάρτητα από την συνέχιση της εργασίας τους και τον χρόνο άσκησης του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος.

Ο χρόνος ασφάλισης των ασφαλισμένων του Ταμείου μας δεν υπολογίζεται στην περίπτωση που λαμβάνουν αποδοχές και επικουρική σύνταξη συγχρόνως.

Η διάταξη αυτή ισχύει από 24-12-1997, ημερομηνία ισχύος του Ν. 2556/1997, σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται στα Ταμεία Αρωγής Δημοσίων Υπαλλήλων και λοιπά επικουρικά η διάταξη του αρ. 58 του Π.Δ/τος 1041/1979, που ισχύει για την κύρια σύνταξη. Σε περίπτωση που επιλέγεται αναστολή καταβολής της επικουρικής σύνταξης υποβάλλεται σχετική αίτηση στον επικουρικό οργανισμό, η δε αναστολή διαρκεί μέχρι την υποβολή νέας αίτησης για την επαναχορήγησή της. Σε περίπτωση καταβολής αποδοχών και επικουρικής σύνταξης συγχρόνως, και για όσο χρόνο διαρκεί, δεν απαλλάσσονται οι ασφαλισμένοι από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών.

Ο χρόνος ασφάλισης των ασφαλισμένων του Ταμείου που δεν θα υπολογισθεί για την χορήγηση μηνιαίου βοηθήματος λόγω επιλογής σύγχρονης λήψης μισθού και επικουρικής σύνταξης δεν θα υπολογισθεί και για την χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος.

Β. Δικαιούχα πρόσωπα.

Δικαίωμα λήψης βοηθημάτων από το Τ.Α.Δ.Κ.Υ. σε περίπτωση θανάτου του άμεσα ασφαλισμένου ή βοηθηματούχου, έχουν τα παρακάτω πρόσωπα:

  1. Η χήρα σύζυγος και για όσο διάστημα διατελεί εν χηρεία.
  2. Το δικαίωμα γεννάται εάν ο γάμος τελέσθηκε ένα (1) έτος πριν από την έξοδο του ασφαλισμένου από την υπηρεσία ή δύο (2) πλήρη έτη πριν το θάνατό του βοηθηματούχου.

    Τα ανωτέρω δεν ισχύουν εάν γεννηθεί τέκνο που ζει.

  3. Τα άγαμα και ανήλικα τέκνα και μέχρι την συμπλήρωσή του 18ου έτους της ηλικίας τους. Σε περίπτωση που σπουδάζουν, μέχρι πέρατος των σπουδών τους και πάντως μέχρι την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
  4. Τα θετά και ανίκανα για εργασία τέκνα, εφόσον δικαιωθούν κυρίας συντάξεως. Ως προς τα δε ανίκανα τέκνα εφόσον η ανικανότητα επήλθε πριν από την συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που αναφέρονται στην παρ. 2.
  5. Οι άγαμες θυγατέρες και άγαμες άπορες αδελφές εφόσον έχουν συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας τους μέχρι την 17-10-1990, δεν εργάζονται και δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλη πηγή. Το βοήθημα αρχίζει να καταβάλλεται από την συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.
  6. Ο άπορος πατέρας που έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του. Μη υπάρχοντος του πατέρα η άπορη μητέρα, εφόσον ο ασφαλισμένος ήταν άγαμος η εν χηρεία ή εν διαζεύξει χωρίς τέκνα και αποδεδειγμένα ζούσε με την πατρική οικογένεια και την συντηρούσε πριν το θάνατο του και εείχε συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης δεκατριών (13) ετών.

Το μηνιαίο βοήθημα καταβάλλεται στα ανωτέρω πρόσωπα ως εξής:

α. Στην χήρα σύζυγο τα 2/4 του βοηθήματος του συζύγου της, προστίθεται δε για κάθε τέκνο το ¼ και μέχρι την ολοκλήρωση του μηνιαίου βοηθήματος.

β. Μετά την διαγραφή κάποιου τέκνου λόγω ενηλικίωσης ή πέρατος των σπουδών του το μηνιαίο βοήθημα περιορίζεται ανάλογα με τον ανωτέρω κανόνα.

γ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει χήρα, εάν κατά τον χρόνο του γεγονότος υπάρχει ένα τέκνο το μηνιαίο βοήθημα του συνίσταται στα 2/4 του βοηθήματος του πατέρα, όταν δεν υπάρχουν περισσότερα του ενός προστίθεται για κάθε τέκνο ¼ μέχρι την ολοκλήρωση του βοηθήματος.

δ. Στον πατέρα ή μητέρα ή άγαμες αδελφές τα 2/4 του βοηθήματος του τέκνου ή αδελφού, κατανέμεται δε σε ίσες μερίδες μεταξύ τους.

ε. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν δικαιούχα μέλη της οικογένειας ασφαλισμένου για την απονομή παροχών λόγω θανάτου, τότε το εφάπαξ βοήθημα μπορούν να λάβουν ο/η σύζυγος και τα τέκνα του θανόντος, ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο, εφόσον όμως συμπληρώνονται οι προϋποθέσεις ως προς τον χρόνο ασφάλισης.

Η διάταξη αυτή ισχύει από 1-1-1998.

Οι ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις τροποποιήθηκαν με τον Ν. 2676/1999, που ισχύουν από 5-1-1999, ως προς τα δικαιούχα πρόσωπα αλλά και ως προς το μέρος του μηνιαίου βοηθήματος που καταβάλλεται και έχουν ως εξής:

  1. Σε περίπτωση θανάτου βοηθηματούχου ή ασφαλισμένου και εφ' όσον συμπληρώνονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, ο επιζών των συζύγων δικαιούται τα 2/4 του μηνιαίου βοηθήματος του θανόντος για μια τριετία από την πρώτη ημέρα του επόμενου του θανάτου μήνα, ανεξάρτητα από την ηλικία του (δεν εξετάζεται οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, όπως παροχή εργασίας, απασχόληση ή λήψη σύνταξης από άλλη πηγή).
  2. Εάν ο επιζών των συζύγων έχει συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας του, κατά την ημερομηνία του θανάτου, συνεχίζει καταβάλλεται το μηνιαίο βοήθημα και μετά την τριετία, εφ' όσον δεν εργάζεται, δεν απασχολείται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε οργανισμό. Σε αντίθετη περίπτωση το μηνιαίο βοήθημα περιορίζεται στο 50% του ποσού που δικαιώθηκε.
  3. Εάν ο επιζών των συζύγων κριθεί ανάπηρος, με αναπηρία 67% και άνω, και για όσο διάστημα διαρκεί η αναπηρία, λαμβάνει το μηνιαίο βοήθημα που δικαιούται χωρίς άλλες προϋποθέσεις.
  4. Το μηνιαίο βοήθημα που διακόπηκε ή καταβάλλεται μειωμένο κατά 50%, επαναχορηγείται μετά την συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του επιζώντος των συζύγων, εφ' όσον δεν εργάζεται, δεν απασχολείται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε οργανισμό. Σε αντίθετη περίπτωση καταβάλλεται το 70% του μηνιαίου βοηθήματος που δικαιώθηκε.
  5. Σε περίπτωση που το μηνιαίο βοήθημα του επιζόντα των συζύγων διακόπτεται ή καταβάλλεται μειωμένο και εφ' όσον ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα τότε το υπόλοιπο αυτό ποσό επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθε πριν από την ισχύ του Ν. 2676/1999 τα δε οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από την 5-1-1999, εφ' όσον εκκρεμεί σχετική αίτηση ή από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Γ. Τρόπος υπολογισμού των παρεχόμενων από το Ταμείο βοηθημάτων.

Ο υπολογισμός των παρεχόμενων βοηθημάτων γίνεται σύμφωνα με τον ακόλουθο κανόνα, δηλαδή αθροίζονται τα ποσά:

α. του Μ.Κ.

β. του χρονοεπιδόματος

Το σύνολο πολλαπλασιάζεται επί 7 0/00 και επί τα έτη ασφάλισης στο Ταμείο οπότε εξάγεται το ποσό του μηνιαίου βοηθήματος.

Το εφάπαξ βοήθημα είναι πολλαπλάσιο του μηνιαίου βοηθήματος, σήμερα δε συνιστάται σε 105 μηνιαία βοηθήματα για τους εξελθόντες της υπηρεσίας από 1-1-1999 και μετά, σύμφωνα με την Φ/102/1480/24-12-99 Υπουργική Απόφαση.

Ακολουθούν παραδείγματα υπολογισμού των βοηθημάτων με δεδομένο 35 χρόνια ασφάλισης και με αποδοχές όπως αυτές προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997, και όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από 1-1-2000.

Τα ποσά κατά κατηγορία έχουν ως εξής:

  1. Κατηγορία ΠΕ ΜΚ 1ο 236.500
  2. Χρονοεπίδομα 60% 141.900

    ΣΥΝΟΛΟ 378.400

    Μηνιαίο βοήθημα = 378.400 x 7/00 x 35 = 92.708

    Εφάπαξ βοήθημα = 92.708 x 105 = 9.734.340

  3. Κατηγορία ΤΕ ΜΚ4ο 226.600
  4. Χρονοεπίδομα 60% 135.960

    ΣΥΝΟΛΟ 362.560

    Μηνιαίο βοήθημα = 362.500 x 7/00 x 35 = 88.827

    Εφάπαξ βοήθημα = 88.827 x 105 = 9.326.835

  5. Κατηγορία ΔΕ ΜΚ 11ο 203.500
  6. Χρονοεπίδομα 122.100

    ΣΥΝΟΛΟ 325.600

    Μηνιαίο βοήθημα = 325.600 x 7/00 x 35 = 79.772

    Εφάπαξ βοήθημα = 79.772 x 105 = 8.379.060

  7. Κατηγορία ΥΕ ΜΚ 19ο 177.100

Χρονοεπίδομα 60% 106.260

ΣΥΝΟΛΟ 283.360

Μηνιαίο βοήθημα = 283.360 x 7/00 x 35 = 69.423

Εφάπαξ βοήθημα = 69.423 x 105 = 7.289.415

Στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης ο ασφαλισμένος λαμβάνει:

α. μηνιαίο βοήθημα το ποσό που αντιστοιχεί στον χρόνο εξαγορασθείσης υπηρεσίας και υποχρεωτικής ασφάλισης στο οποίο κατόπιν προστίθεται το ποσό με το οποίο συμμετέχει ο άλλος επικουρικός οργανισμός.

β. εφάπαξ βοήθημα το ποσό που αντιστοιχεί μόνο στον χρόνο εξαγορασθείσης υπηρεσίας και υποχρεωτικής ασφάλισης.

Στις περιπτώσεις που ο χρόνος ασφάλισης υπερβαίνει τα 35 έτη υπολογίζεται 1/50 για κάθε επί πλέον έτος και μέχρι του ορίου των 40 ετών.

Το ποσό των πεντηκοστών προστίθεται στο ποσό του βοηθήματος που αντιστοιχεί στα 35 έτη. Το εφάπαξ βοήθημα στην περίπτωση αυτή είναι πολλαπλάσιο του αθροίσματος του μηνιαίου βοηθήματος.

Στις περιπτώσεις που παρέχεται μηνιαίο βοήθημα στην οικογένεια του ασφαλισμένου, εάν μετά τον επιμερισμό το ποσό του μηνιαίου βοηθήματος είναι μικρότερο του κατωτάτου ορίου τότε αποδίδεται το κατώτατο όριο μηνιαίου βοηθήματος το οποίο σήμερα ανέρχεται σε δραχμές 38.000.

Το εφάπαξ βοήθημα θανόντος ασφαλισμένου αποδίδεται ολόκληρο στα δικαιούχα μεταβίβασης πρόσωπα.

Δ. Αναπροσαρμογή των παρεχόμενων από το Ταμείο βοηθημάτων.

Τα παρεχόμενα από το Ταμείο μηνιαία βοηθήματα αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2592/1998 και με τις αποδοχές που προβλέπει ο Ν. 2470/1997, για του εξελθόντες από την υπηρεσία μέχρι 31-12-1996, κατόπιν των από 29-12-1997, 20-2-1998 και 16-3-1998 αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.

Οι ανωτέρω αποφάσεις του Δ.Σ. εγκρίθηκαν με την 102/1051/17-7-1998 (ΦΕΚ 820/Β/6-8-1998) απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύμφωνα με την οποία καταβάλλεται από 1-1-1998 ποσοστό 20% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του καταβαλλόμενου και του επανυπολογισθέντος βοηθήματος, ενώ με την 102/1007/8-7-1999 (ΦΕΚ 1506/Β/22-7-1999) Υπουργική απόφαση καταβάλλεται το υπόλοιπο 80% της ανωτέρω διαφοράς από 1-1-1999.